κατακλιτικός

κατακλιτικός
κατακλιτικός, -ή, -όν (Α) [κατακλίνω]
1. κατακλινής*
2. φρ. «ἡ κατακλιτικὴ ὥρα» — η ώρα κατά την οποία κατακλίνεται κάποιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”